- διορκισμος
- διορκισμόςδι-ορκισμόςὅ подтверждение клятвой Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διορκισμός — διορκισμός, ο (Α) [ορκισμός] ένορκη διαβεβαίωση … Dictionary of Greek
διορκισμός — assurance on oath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)